Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
View word page
παραιώρησις
suspension
ShortDef
suspension
Debugging
Headword:
παραιώρησις
Headword (normalized):
παραιώρησις
Headword (normalized/stripped):
παραιωρησις
IDX:
65578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65579
Key:
Data
{'content': 'suspension'}