Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
View word page
παραίφασις
persuasion
ShortDef
persuasion
Debugging
Headword:
παραίφασις
Headword (normalized):
παραίφασις
Headword (normalized/stripped):
παραιφασις
IDX:
65576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65577
Key:
Data
{'content': 'persuasion'}