Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
View word page
παραιφασίη
comfort
ShortDef
comfort
Debugging
Headword:
παραιφασίη
Headword (normalized):
παραιφασίη
Headword (normalized/stripped):
παραιφασιη
IDX:
65575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65576
Key:
Data
{'content': 'comfort'}