Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
View word page
παραίτιος
being in part the cause

ShortDef

being in part the cause

Debugging

Headword:
παραίτιος
Headword (normalized):
παραίτιος
Headword (normalized/stripped):
παραιτιος
IDX:
65573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65574
Key:

Data

{'content': 'being in part the cause'}