Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
View word page
παραιτητός
to be appeased by entreaty, placable
ShortDef
to be appeased by entreaty, placable
Debugging
Headword:
παραιτητός
Headword (normalized):
παραιτητός
Headword (normalized/stripped):
παραιτητος
IDX:
65572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65573
Key:
Data
{'content': 'to be appeased by entreaty, placable'}