Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
παρακαθεύδω
View word page
παραιτητής
an intercessor
ShortDef
an intercessor
Debugging
Headword:
παραιτητής
Headword (normalized):
παραιτητής
Headword (normalized/stripped):
παραιτητης
IDX:
65570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65571
Key:
Data
{'content': 'an intercessor'}