Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακαθάπτω
View word page
παραιτητέος
to be deprecated

ShortDef

to be deprecated

Debugging

Headword:
παραιτητέος
Headword (normalized):
παραιτητέος
Headword (normalized/stripped):
παραιτητεος
IDX:
65569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65570
Key:

Data

{'content': 'to be deprecated'}