Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναστένω
ἀναστέριστος
ἀναστέφω
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
View word page
ἀναστολή
a putting back

ShortDef

a putting back

Debugging

Headword:
ἀναστολή
Headword (normalized):
ἀναστολή
Headword (normalized/stripped):
αναστολη
IDX:
6556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6557
Key:

Data

{'content': 'a putting back'}