Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραίρεσις
παραιρέτης
παραιρετός
παραιρέω
παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
View word page
Παραιτακηνός
of Paraetacene

ShortDef

of Paraetacene

Debugging

Headword:
Παραιτακηνός
Headword (normalized):
παραιτακηνός
Headword (normalized/stripped):
παραιτακηνος
IDX:
65565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65566
Key:

Data

{'content': 'of Paraetacene'}