Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραινίττομαι
παραιολίζω
παραίρεσις
παραιρέτης
παραιρετός
παραιρέω
παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
View word page
παραίσιος
of ill omen, ominous

ShortDef

of ill omen, ominous

Debugging

Headword:
παραίσιος
Headword (normalized):
παραίσιος
Headword (normalized/stripped):
παραισιος
IDX:
65563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65564
Key:

Data

{'content': 'of ill omen, ominous'}