Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
παραινίττομαι
παραιολίζω
παραίρεσις
παραιρέτης
παραιρετός
παραιρέω
παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
παραιτέομαι
παραιτέω
παραίτησις
View word page
παραιρέω
to take away from beside, withdraw, remove

ShortDef

to take away from beside, withdraw, remove

Debugging

Headword:
παραιρέω
Headword (normalized):
παραιρέω
Headword (normalized/stripped):
παραιρεω
IDX:
65558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65559
Key:

Data

{'content': 'to take away from beside, withdraw, remove'}