Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραιθύσσω
παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
παραινίττομαι
παραιολίζω
παραίρεσις
παραιρέτης
παραιρετός
παραιρέω
παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
Παραιτακηνός
View word page
παραίρεσις
a taking away from beside, curtailing

ShortDef

a taking away from beside, curtailing

Debugging

Headword:
παραίρεσις
Headword (normalized):
παραίρεσις
Headword (normalized/stripped):
παραιρεσις
IDX:
65555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65556
Key:

Data

{'content': 'a taking away from beside, curtailing'}