Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
παραινίττομαι
παραιολίζω
παραίρεσις
παραιρέτης
παραιρετός
παραιρέω
παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
View word page
παραιολίζω
trick

ShortDef

trick

Debugging

Headword:
παραιολίζω
Headword (normalized):
παραιολίζω
Headword (normalized/stripped):
παραιολιζω
IDX:
65554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65555
Key:

Data

{'content': 'trick'}