Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράθραυμα
παράθραυσις
παραθραύω
παραθριγκίζω
παραθρῴσκω
παραθυμιάω
παραθύρα
παραθυρίς
παράθυρος
παραιβαδόν
παραιβάτης
παραιγιαλίτης
παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
View word page
παραιβάτης
one who stands beside

ShortDef

one who stands beside

Debugging

Headword:
παραιβάτης
Headword (normalized):
παραιβάτης
Headword (normalized/stripped):
παραιβατης
IDX:
65542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65543
Key:

Data

{'content': 'one who stands beside'}