Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναστενάζω
ἀναστεναχίζω
ἀναστενάχω
ἀναστένω
ἀναστέριστος
ἀναστέφω
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
View word page
ἀναστοιχειόω
resolve
ShortDef
resolve
Debugging
Headword:
ἀναστοιχειόω
Headword (normalized):
ἀναστοιχειόω
Headword (normalized/stripped):
αναστοιχειοω
IDX:
6553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6554
Key:
Data
{'content': 'resolve'}