Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναστείχω
ἀναστέλλω
ἀναστενάζω
ἀναστεναχίζω
ἀναστενάχω
ἀναστένω
ἀναστέριστος
ἀναστέφω
ἀναστηλόω
ἀναστήλωσις
ἀνάστημα
ἀναστηρίζω
ἀναστοιχειόω
ἀναστοιχείωσις
ἀναστοιχειωτικός
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
View word page
ἀνάστημα
height
ShortDef
height
Debugging
Headword:
ἀνάστημα
Headword (normalized):
ἀνάστημα
Headword (normalized/stripped):
αναστημα
IDX:
6551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6552
Key:
Data
{'content': 'height'}