Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
παράθεσις
παραθετέον
παραθέτης
παραθέω
παραθεωρέω
παραθεώρησις
παραθεωρητέον
παραθήγω
παραθηκαρία
παραθήκη
παραθηλάζω
παραθηλύνω
παραθήματα
παράθηξις
παραθητεύω
παραθιγγάνω
παραθλίβω
παράθλιψις
View word page
παραθήγω
whet, sharpen upon

ShortDef

whet, sharpen upon

Debugging

Headword:
παραθήγω
Headword (normalized):
παραθήγω
Headword (normalized/stripped):
παραθηγω
IDX:
65518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65519
Key:

Data

{'content': 'whet, sharpen upon'}