Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράθεμα
παραθεμιστεύω
παραθερίζω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
παράθεσις
παραθετέον
παραθέτης
παραθέω
παραθεωρέω
παραθεώρησις
παραθεωρητέον
παραθήγω
παραθηκαρία
παραθήκη
παραθηλάζω
παραθηλύνω
παραθήματα
παράθηξις
παραθητεύω
View word page
παραθεωρέω
to examine

ShortDef

to examine

Debugging

Headword:
παραθεωρέω
Headword (normalized):
παραθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
παραθεωρεω
IDX:
65515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65516
Key:

Data

{'content': 'to examine'}