Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραθάλπω
παραθάπτω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παράθεμα
παραθεμιστεύω
παραθερίζω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
παράθεσις
παραθετέον
παραθέτης
παραθέω
παραθεωρέω
παραθεώρησις
παραθεωρητέον
παραθήγω
παραθηκαρία
παραθήκη
View word page
παραθέσιμος
that which is deposited, stored

ShortDef

that which is deposited, stored

Debugging

Headword:
παραθέσιμος
Headword (normalized):
παραθέσιμος
Headword (normalized/stripped):
παραθεσιμος
IDX:
65510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65511
Key:

Data

{'content': 'that which is deposited, stored'}