Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράζωσμα
παραθαλάσσιος
παραθάλλω
παραθάλπω
παραθάπτω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παράθεμα
παραθεμιστεύω
παραθερίζω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
παράθεσις
παραθετέον
παραθέτης
παραθέω
παραθεωρέω
παραθεώρησις
παραθεωρητέον
View word page
παραθερίζω
graze in passing

ShortDef

graze in passing

Debugging

Headword:
παραθερίζω
Headword (normalized):
παραθερίζω
Headword (normalized/stripped):
παραθεριζω
IDX:
65507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65508
Key:

Data

{'content': 'graze in passing'}