Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραζώνη
παραζωνίδιον
παραζώννυμι
παράζωσμα
παραθαλάσσιος
παραθάλλω
παραθάλπω
παραθάπτω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παράθεμα
παραθεμιστεύω
παραθερίζω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
παράθεσις
παραθετέον
παραθέτης
παραθέω
View word page
παραθέλγω
to assuage
ShortDef
to assuage
Debugging
Headword:
παραθέλγω
Headword (normalized):
παραθέλγω
Headword (normalized/stripped):
παραθελγω
IDX:
65504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65505
Key:
Data
{'content': 'to assuage'}