Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραζυγή
παράζυξ
παραζῶ
παραζωγραφέω
παραζώνη
παραζωνίδιον
παραζώννυμι
παράζωσμα
παραθαλάσσιος
παραθάλλω
παραθάλπω
παραθάπτω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παράθεμα
παραθεμιστεύω
παραθερίζω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
View word page
παραθάλπω
to comfort, cheer

ShortDef

to comfort, cheer

Debugging

Headword:
παραθάλπω
Headword (normalized):
παραθάλπω
Headword (normalized/stripped):
παραθαλπω
IDX:
65500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65501
Key:

Data

{'content': 'to comfort, cheer'}