Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραζεύγνυμι
παράζευξις
παραζηλόω
παραζήλωσις
παραζητέω
παραζυγή
παράζυξ
παραζῶ
παραζωγραφέω
παραζώνη
παραζωνίδιον
παραζώννυμι
παράζωσμα
παραθαλάσσιος
παραθάλλω
παραθάλπω
παραθάπτω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παράθεμα
View word page
παραζωνίδιον
dagger worn at the girdle

ShortDef

dagger worn at the girdle

Debugging

Headword:
παραζωνίδιον
Headword (normalized):
παραζωνίδιον
Headword (normalized/stripped):
παραζωνιδιον
IDX:
65495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65496
Key:

Data

{'content': 'dagger worn at the girdle'}