Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδύω
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραέξομαι
παραετίς
παραζεύγνυμι
παράζευξις
παραζηλόω
View word page
παραδύομαι
to creep past, slink

ShortDef

to creep past, slink

Debugging

Headword:
παραδύομαι
Headword (normalized):
παραδύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδυομαι
IDX:
65477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65478
Key:

Data

{'content': 'to creep past, slink'}