Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδύω
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραέξομαι
παραετίς
παραζεύγνυμι
παράζευξις
View word page
παραδυναστεύω
to reign with another

ShortDef

to reign with another

Debugging

Headword:
παραδυναστεύω
Headword (normalized):
παραδυναστεύω
Headword (normalized/stripped):
παραδυναστευω
IDX:
65476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65477
Key:

Data

{'content': 'to reign with another'}