Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδύω
View word page
παραδράω
to be at hand, to serve

ShortDef

to be at hand, to serve

Debugging

Headword:
παραδράω
Headword (normalized):
παραδράω
Headword (normalized/stripped):
παραδραω
IDX:
65469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65470
Key:

Data

{'content': 'to be at hand, to serve'}