Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύομαι
παράδυσις
View word page
παραδόχιμος
hereditary
ShortDef
hereditary
Debugging
Headword:
παραδόχιμος
Headword (normalized):
παραδόχιμος
Headword (normalized/stripped):
παραδοχιμος
IDX:
65468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65469
Key:
Data
{'content': 'hereditary'}