Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύομαι
View word page
παραδοχικός
traditional

ShortDef

traditional

Debugging

Headword:
παραδοχικός
Headword (normalized):
παραδοχικός
Headword (normalized/stripped):
παραδοχικος
IDX:
65467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65468
Key:

Data

{'content': 'traditional'}