Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
View word page
παραδοτός
capable of being taught

ShortDef

capable of being taught

Debugging

Headword:
παραδοτός
Headword (normalized):
παραδοτός
Headword (normalized/stripped):
παραδοτος
IDX:
65465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65466
Key:

Data

{'content': 'capable of being taught'}