Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
View word page
παραδοξότης
marvellousness

ShortDef

marvellousness

Debugging

Headword:
παραδοξότης
Headword (normalized):
παραδοξότης
Headword (normalized/stripped):
παραδοξοτης
IDX:
65461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65462
Key:

Data

{'content': 'marvellousness'}