Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
View word page
παραδοξονίκης
conquering marvellously

ShortDef

conquering marvellously

Debugging

Headword:
παραδοξονίκης
Headword (normalized):
παραδοξονίκης
Headword (normalized/stripped):
παραδοξονικης
IDX:
65458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65459
Key:

Data

{'content': 'conquering marvellously'}