Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
View word page
παραδοξάζω
make wonderful
ShortDef
make wonderful
Debugging
Headword:
παραδοξάζω
Headword (normalized):
παραδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
παραδοξαζω
IDX:
65451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65452
Key:
Data
{'content': 'make wonderful'}