Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
View word page
παραδολεσχέω
chatter, gossip incidentally

ShortDef

chatter, gossip incidentally

Debugging

Headword:
παραδολεσχέω
Headword (normalized):
παραδολεσχέω
Headword (normalized/stripped):
παραδολεσχεω
IDX:
65450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65451
Key:

Data

{'content': 'chatter, gossip incidentally'}