Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
παραδιακονέω
παραδιαστολή
παραδιατάττομαι
παραδιατυπόω
View word page
παραδέρω
excoriate

ShortDef

excoriate

Debugging

Headword:
παραδέρω
Headword (normalized):
παραδέρω
Headword (normalized/stripped):
παραδερω
IDX:
65427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65428
Key:

Data

{'content': 'excoriate'}