Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
παραδιακονέω
παραδιαστολή
View word page
παραδεκτέος
to be admitted
ShortDef
to be admitted
Debugging
Headword:
παραδεκτέος
Headword (normalized):
παραδεκτέος
Headword (normalized/stripped):
παραδεκτεος
IDX:
65425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65426
Key:
Data
{'content': 'to be admitted'}