Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
παραδιακονέω
View word page
παραδεκτέον
one must admit
ShortDef
one must admit
Debugging
Headword:
παραδεκτέον
Headword (normalized):
παραδεκτέον
Headword (normalized/stripped):
παραδεκτεον
IDX:
65424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65425
Key:
Data
{'content': 'one must admit'}