Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
View word page
παράδεισος
a park
ShortDef
a park
Debugging
Headword:
παράδεισος
Headword (normalized):
παράδεισος
Headword (normalized/stripped):
παραδεισος
IDX:
65423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65424
Key:
Data
{'content': 'a park'}