Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
View word page
παραδεισάριος
gardener
ShortDef
gardener
Debugging
Headword:
παραδεισάριος
Headword (normalized):
παραδεισάριος
Headword (normalized/stripped):
παραδεισαριος
IDX:
65422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65423
Key:
Data
{'content': 'gardener'}