Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
View word page
παραδειπνέομαι
to go without one's dinner
ShortDef
to go without one's dinner
Debugging
Headword:
παραδειπνέομαι
Headword (normalized):
παραδειπνέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδειπνεομαι
IDX:
65419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65420
Key:
Data
{'content': "to go without one's dinner"}