Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
View word page
παράδειξις
proof, establishment

ShortDef

proof, establishment

Debugging

Headword:
παράδειξις
Headword (normalized):
παράδειξις
Headword (normalized/stripped):
παραδειξις
IDX:
65418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65419
Key:

Data

{'content': 'proof, establishment'}