Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδεκτέον
παραδεκτέος
παραδεκτός
παραδέρω
View word page
παραδεικτέον
one must show

ShortDef

one must show

Debugging

Headword:
παραδεικτέον
Headword (normalized):
παραδεικτέον
Headword (normalized/stripped):
παραδεικτεον
IDX:
65417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65418
Key:

Data

{'content': 'one must show'}