Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
View word page
παραγωνίσκος
cutting
ShortDef
cutting
Debugging
Headword:
παραγωνίσκος
Headword (normalized):
παραγωνίσκος
Headword (normalized/stripped):
παραγωνισκος
IDX:
65404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65405
Key:
Data
{'content': 'cutting'}