Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
View word page
παραγώνιος
adjacent to an angle

ShortDef

adjacent to an angle

Debugging

Headword:
παραγώνιος
Headword (normalized):
παραγώνιος
Headword (normalized/stripped):
παραγωνιος
IDX:
65403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65404
Key:

Data

{'content': 'adjacent to an angle'}