Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
View word page
παραγωγίς
groove, slot

ShortDef

groove, slot

Debugging

Headword:
παραγωγίς
Headword (normalized):
παραγωγίς
Headword (normalized/stripped):
παραγωγις
IDX:
65400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65401
Key:

Data

{'content': 'groove, slot'}