Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παραδακρύω
παραδαρθάνω
View word page
παραγωγή
a leading by, past, astray; dialect variation, misleading argument

ShortDef

a leading by, past, astray; dialect variation, misleading argument

Debugging

Headword:
παραγωγή
Headword (normalized):
παραγωγή
Headword (normalized/stripped):
παραγωγη
IDX:
65397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65398
Key:

Data

{'content': 'a leading by, past, astray; dialect variation, misleading argument'}