Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
View word page
παράγω
to lead by
ShortDef
to lead by
Debugging
Headword:
παράγω
Headword (normalized):
παράγω
Headword (normalized/stripped):
παραγω
IDX:
65395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65396
Key:
Data
{'content': 'to lead by'}