Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
View word page
παραγχυσία
stagnant pool
ShortDef
stagnant pool
Debugging
Headword:
παραγχυσία
Headword (normalized):
παραγχυσία
Headword (normalized/stripped):
παραγχυσια
IDX:
65394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65395
Key:
Data
{'content': 'stagnant pool'}