Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
παραγωγός
View word page
παράγυμνος
naked at the side, half-naked

ShortDef

naked at the side, half-naked

Debugging

Headword:
παράγυμνος
Headword (normalized):
παράγυμνος
Headword (normalized/stripped):
παραγυμνος
IDX:
65392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65393
Key:

Data

{'content': 'naked at the side, half-naked'}