Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παράγωγος
View word page
παραγρυπνέω
watch diligently

ShortDef

watch diligently

Debugging

Headword:
παραγρυπνέω
Headword (normalized):
παραγρυπνέω
Headword (normalized/stripped):
παραγρυπνεω
IDX:
65391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65392
Key:

Data

{'content': 'watch diligently'}