Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
View word page
παραγράψιμος
exceptionable
ShortDef
exceptionable
Debugging
Headword:
παραγράψιμος
Headword (normalized):
παραγράψιμος
Headword (normalized/stripped):
παραγραψιμος
IDX:
65390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65391
Key:
Data
{'content': 'exceptionable'}